ἐπανθημάτων

ἐπανθημάτων
ἐπάνθημα
efflorescence
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επάνθηση — η (Α ἐπάνθησις) [επανθώ] άνθηση νεοελλ. 1. (ορυκτ.) ο σχηματισμός επανθημάτων (ή επανθισμάτων) 2. (ορυκτ.) τα ίδια τα επανθήματα …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”